ασυγκομιστος

ασυγκομιστος
    ἀσυγκόμιστος
    ἀ-συγκόμιστος
    2
    не свезенный (в одно место), неубранный
    

(καρπός Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυγκομιστος" в других словарях:

  • ασυγκόμιστος — η, ο (Α ἀσυγκόμιστος, ον) [συγκομίζω] ο αμάζευτος …   Dictionary of Greek

  • ασυγκόμιστος — η, ο αυτός που δε συγκομίστηκε, που δε συνάχτηκε: Το στάρι το είχαν ακόμη ασυγκόμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυγκόμιστον — ἀσυγκόμιστος not gathered in masc/fem acc sg ἀσυγκόμιστος not gathered in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

  • ασύνακτος — και ασύναχτος, η, ο (AM ἀσύνακτος, ον) [συνάγω] νεοελλ. 1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος 2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος 3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί αρχ. μσν. (για τιμωρημένους κληρικούς)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»